βουβαλόσυκο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουβαλόσυκο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουβαλόσυκο τό, Πελοπν. (Καλάμ. Κάμπος Λακων. Μάν.) γουβαλόσυκο Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κόκκιν. Λογγ. Παππούλ.) gουβαλόσυκο Πελοπν. (Χατζ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βουβάλι ἢ βούβαλος καὶ σῦκο.
Σημασιολογία
Ποικιλία σύκου εὐμεγέθους ὡριμάζοντος περὶ τὸ τέλος Αὐγούστου ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Σκοτώνεις μυῖγες δεκοχτὼ | κ’ ἑξήντα βουβολόσυκα ἀπὸ τὴ βουβαλοσυκεˬά. (σκωπτικὸν) Μάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA