βουβαλοτούλουμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουβαλοτούλουμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουβαλοτούλουμο τό, πολλαχ. βουβαλ-λοτούλουμο Χίος (Βίκ.) β’βαλουτούλουμου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βουβάλι ἢ βούβαλος καὶ τουλούμι.
Σημασιολογία
Βουβαλοτόμαρο 2, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Ἅγιˬε μου Γεˬώργι, κρῦψε με ἀφ’ τοῦ Τούρκου τὸ χέρι... μὲ τὸ βουβαλοτούλουμο νὰ κουβαλῶ τὸ λάδι Χίος Νὰ ζουγραφίσ’ τοὺν ἅι-Γεˬώργι μὲ τὸ χρυσὸ κοντάρι καὶ μὲ τὸ βουβαλοτούλουμο νὰ κουβαλῇ τὸ λάδι, ν’ ἀνάφτῃ τὴν καντήλα μου κάθε πρωὶ καὶ βράδυ Θρᾴκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA