ἀφροξυλεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφροξυλεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφροξυλεˬὰ ἡ, Κερκ. Κρήτ. Πελοπν. (Οἰν.) - Λεξ. Βλαστ. ’φροξυλεˬὰ Ἤπ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λάστ. Οἰν. Φεν.) κ.ἀ. - Λεξ. Βλαστ. ἀφρουξυλεˬὰ Στερελλ. (Φθιῶτ.) ’φρουξυλεˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀνδριανούπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾽φρουξ’λεˬὰ Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀφοξυλεˬὰ Εὔβ. (Κάρυστ.) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κέρκ. Λευκ. ἀφουξ'λεˬὰ Λέσβ. Μακεδ. (Πάγγ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) ’φουξυλεˬὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ’φουξ’λεˬὰ Στερελλ. (Εὐρυταν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀφρὸς καὶ ξύλο κατὰ τὰ εἰς –εˬὰ ὁν. φυτῶν. Οἱ ἄνευ τοῦ ρ τύποι κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ συνων. κουφοξυλεˬά.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ἀκτὴ ἡ μέλαινα (sambucus nigra) τῆς τὰξεως τῶν αἰγοκληματωδῶν (caprifoliaceae), ἡ τῶν ἀρχαίων ἀκτὴ μὲ κλάδους σπογγώδεις (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 10 <(1929/30> 204). Συνών. ἀλαφροξυλεˬά, ἀντριάνος 2, ἀφροξυλάνθη, κουφοξυλεˬά, σαμποῦκος. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Φροξυλεˬὰ Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μαζαίικ.) Φρουξ’λεˬὰ Στερελλ. (Παρνασσ.) [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA