βούβης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούβης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βούβης ὁ, Κῶς Σύμ. βοῦβος Καππ. (Ποταμ. Σινασσ.) βοῦγος Καππ. (Φάρασ.) γούβης Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λάστ.) γούβ’ς Θρᾴκ. (Αἶν.) βοῦβος τό, Καππ. (Ἀνακ.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη. Τὸ βοῦβος καὶ παρὰ Σταφίδ. (ἔκδ. ÉLegrand Biblioth. 2, 15) «τοῦ βούβου ἤγουν τῆς κουκουβάγιας». Τύπ. γοῦβις παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Εἶδος γλαυκός, βύας (bubo maximus) ἔνθ’ ἀν.: Γνωμ. Ὁ γούβης σκούζει γιˬὰ νερὸ κ’ ἡ κουκουβάγιˬα ξέρα Ἀρκαδ. Συνών. βούβι, μποῦφος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA