ἀνάκρουσμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάκρουσμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάκρουσμα τό, ἀμάρτ. ἀνέκρουσμα Καρπ

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακρούω.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ ὑποβάλλῃ τις ἀπορφανισθέν ἀρνίον ἢ ἐρίφιον εἰς ξένην μητέραν πρὸς θηλασμόν. Συνών. ἀνάδεμα (Ι) 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/