ἀργατολόγι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργατολόγι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀργατολόγι τό, ἀμάρτ. ἀργατολόι Ἄνδρ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀργάτης καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -λόγι, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 247 κἑξ.
Σημασιολογία
Περιληπτικῶς πολλοὶ ἐργάται ὁμοῦ, τὸ σύνολον ἐργατῶν ἔνθ᾽ ἀν.: Βρὲ βρέ, ἀργατολόι ποῦ ’χεις! Ἄνδρ. Συνών. ἐν λ. ἀργατε͜ιὰ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA