βουζυλεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουζυλεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βουζυλεˬὰ ἡ, Λεξ. Γαζ. (λ. ἀκτέα) Μπριγκ. Βλαστ. 450 βουζ’λεˬὰ Μακεδ. (Καταφύγ. Κοζ.)

Ετυμολογία

Ἐκ συμφύρ. τῶν οὐσ. βουζεˬά καὶ κουφοξυλεˬά.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν βούζι 1, ὃ ἰδ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βουζ’-λεˬὰ καὶ ὡς τοπων. Μακεδ. (Ραδοχώρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/