βουητὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουητὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βουητὸς ἐπίθ. βοηχτὸς ΠΠαχριστοδ. Χριστούγενν. Θρᾴκ. 17 (ἐν Ἀρχ. Θρᾳκ. Θησαυρ. 3) βοηˬτὸς ὁ, Ἰων. (Σμύρν.) κ.ἀ. βοετὸς Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) βουηˬτὸς σύνηθ. βουητὸς σύνηθ. βου’τὸς Λέσβ. βοηˬτὸ τό, Ἰων. (Σμύρν.) Κρήτ. (καὶ βουηˬτὸ) Χίος κ.ἀ. βουηˬτὸ κοιν. βουηˬτιˬό Ἄνδρ. βουγιˬατὸ Ἰκαρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. βοητὸς=ὁ μεγαλοφώνως ᾀδόμενος.

Σημασιολογία

1) Ἔντονος, ἰσχυρός, ἐπὶ ἤχου ΠΠαπαχριστοδ. ἔνθ᾽ ἀν.: Οἱ γερόσκυλλοι... μέσα ’ς τὴν ἔρημη σιγαλιˬὰ ἀφίνουν... ἀλυχτίσματα βοηχτὰ ποῦ ἠχοῦν ’ς τοὶς πλαγιˬὲς τῶν βουνῶν. 2) Οὐσ. α) Κραυγὴ Ἤπ. Στερελλ. κ.ἀ.: Φρ. Βάζω τὰ βουηˬτὰ (ἀρχίζω νὰ φωνάζω) Ἤπ. β) Ἀναστεναγμὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.) γ) Βουὴ Α2, ὃ ἰδ., σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Ὁ ἄγριος βουηˬτὸς τοῦ ἀνέμου-τῆς θάλασσας κττ. σύνηθ. Ἐξῆβεν ἕναν βοετὸς Τραπ. || ᾽ᾌσμ. Τῆ θάλασσας τὸν βοετὸν ἀκούω καὶ τρομάζω, τὰ ἔμορφα τὰ κόραα ’λέπω κιˬ ἀναστενάζω (κόραα=κοράσια, ’λέπω=βλέπω) Κερασ. Ἔστραψεν καὶ-ν-ἐβρόντεσεν κιˬ ὁ κόσμος ἐχαλάεν κιˬ ἀσ’ σὸν ἁγνὸν τὸν βοετὸν ὅλεν ἡ γῆ ἐλλάεν (ἁγνὸν=περίεργον, ἐλλάεν=ἠλλάγη) Τραπ. δ) Βουὴ Α3, ὃ ἰδ., Πελοπν. (Βουρβουρ.): Τὸ βουηˬτὸ τῶν μελισσῶν ε) Βουὴ Α4, ὃ ἰδ., πολλαχ. ς) Θόρυβος Ἰκαρ.: Τὸ νερὸ πέφτει ’ς τὸν ἐγκρεμὸ κιˬ ἀφίνει ἕνα μεγάλο βουγιˬατό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/