βουΐζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουΐζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουΐζω, βοῶ λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Κρήτ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Σταυρ. Τραπ.) βογάω Κεφαλλ. βουῶ Ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ. κ.ἀ.) σβουῶ Κύθν. βοΐζω πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Ζησιν. Ὄφ. Σούρμ.) βοΐζου Τσακων. βόϊζω Πόντ. (Σαράχ.) βουΐζω κοιν. καὶ Πόντ. (Σταυρ.) βουΐζου βόρ. ἰδιώμ. βουγίζω Πελοπν. (Λεντεκ.) κ.ἀ. βουγίζου Κυδων. Λέσβ. βουΐτζω Ἰων. (Σμύρν.) βουΐντζω Κάρπ. βουΐν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) βούζου Στερελλ. (Παρνασσ.) Μέσ. βουΐζομαι Ἰκαρ. Ἀόρ. ἐβόξα Πόντ. (Ὄφ. Σούρμ. κ.ἀ.) ἔβοξα Πόντ. (Ὄφ.) ἐβόαξα Πόντ. (Χαλδ.) Ἀπαρ. βόξεινα Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. βοῶ. Διὰ τὸν μεταπλασμὸν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,275.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Φωνάζω, κραυγάζω λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. (Ζησιν. Κερασ. Ὄφ. Σαράχ. Σούρμ. Τραπ.)-ΑΚαρκαβ. Ἀρχαιολ. 181: Τοὺς βόησε νὰ κατεβοῦν ἀπὸ τ’ ἄλογα ΑΚαρκαβ. ἔνθ’ ἀν. Βόα, ἂν ἔρται σε νόστιμον (φώναζε, ἂν σ’ ἀρέσῃ) Κερασ. Ὁδντο βοΐζεις; (ὁδντο=διατί) Ζησιν. Ἂν εἶχα βόξεινα, εἶεν ἰδναι με (ἂν εἶχα φωνάξει, θὰ μὲ ἔβλεπε) Ὄφ. Τὸ κορίτζ’ τὸ ἔτουνε ἀπάν’ ’ς σὸ δέντρὸ ἐβόϊζενε καὶ ἔλεγε τὴ γρ (ἐκ παραμυθ.) Σούρμ. || Φρ. Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ (ἡ φρ. ἐκ τοῦ Εὐαγγελ. Ματθ. 3,3 καὶ Λουκ. 3,4 ἐπὶ τοῦ λαλοῦντος χωρὶς νὰ εἰσακούεται).᾿Εν τῇ παλάμῃ καὶ οὕτω βοήσωμεν (τῆς φρ. τὸ δεύτερον μέρος ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης, λέγεται δὲ αὕτη πρὸς δήλωσιν ἀξιώσεως ἀμέσου πληρωμῆς) λόγ. σύνηθ. 2) Παράγω βοήν, ἦχον, βροντῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.): Βουΐζει ὁ ἀέρας-ἡ θάλασσα-ὁ μύλος-τὸ δάσος-τὸ ποτάμι κττ. Βούζουν τὰ ἔλατα Παρνασσ. Ὅντα βουάῃ ἡ φουτιˬά, κάπο͜ιους μᾶς κρέ’ (πρόληψις) Ἤπ. (Ζαγόρ.) || Φρ. Βοᾷ ὁ κόσμος (ἐπὶ γενικῆς κατακραυγῆς) Κρήτ. Βουΐζει τὸ χωριˬὸ (φέρεται εἰς τὰ στόματα ὅλων τῶν χωρικῶν διάδοσις, φήμη συνήθως κακὴ) κοιν. Βουΐντζι μαντζί μου (μὲ καταλαλεῖ, μὲ κακολογεῖ) Κάρπ. Τὸ βούιξε ’ς τὸν κόσμο (τὸ ἀπεκάλυψε, τὸ διέδωσε παντοῦ) πολλαχ. Βουΐζ’ ἕνα τούμπανου (ἐπὶ φήμης ἀδεσπότου) Λέσβ. ᾿Εβούισιν ἡ σουτσὰ σῦκα (ἐκ τῆς ἐννοίας τῆς βοῆς ἡ ἔννοια τῆς πληθύος) Μεγίστ. ᾿Εβούιξε ἡ κάψα (ὑπερενετάθη, ἡ ἔννοια τῆς ὑπερβολῆς ὡς καὶ ἐν τῇ προηγουμένῃ φράσει) Πελοπν. (Αἴγ.) || ᾌσμ. Ἔχω καρδιˬὰ ποῦ ᾽ναι βουνό, βοᾷ σὰ dὴ καbάνα, σὰ ᾽νεστενάζω καὶ σὰ bῶ, ὤφου, γλυκε͜ιά μου μάννα! Κρήτ. Ἀκῶ ταβούλιˬα νὰ βαροῦν, καλάμιˬα νὰ βουΐζουν (ἀκούω τύμπανα κτλ.) Πελοπν. (Σουδεν.) Δέντρα, ντό πρασινίζετε; ποτάμ, ντό βοᾶτε; Κοτύωρ. Συνών. ἀναρροχάζω 3, ἀνασοβῶ Β1, βάζω (Ι) 4γ, βαζωκοπῶ 2, βαζωμαχῶ 2. β) Κροτῶ κοιν.: Βούιξε τὸ κανόνι-τὸ τουφέκι κττ. 3) ᾿Αντηχῶ κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Βουΐζ’ ἡ ἐκκλησία ἀπὸ τὴ φωνὴ τοῦ παππᾶ-τοῦ ψάλτη κοιν. ᾽Εβόεσαν τ᾽ ὀρμία (αἱ χαράδραι) Σταυρ. Ὁ πάρδον ἄγρ ἄγρ ἐμάϊξεν καὶ τὸ σπέλӧν τ’ ἀπέσ’ ἐβόαξεν (ὁ γάττος ἀγρίως ἐμιαούρισε καὶ τὸ σπήλαιον ἀπομέσα ἀντήχησε) Χαλδ. Βοᾷ τ’ ὀρμάνιν (τὸ δάσος) Κερασ. || ᾎσμ. Μοιρολογᾷ ἡ μάννα του, βουΐζ’νε τὰ ραία Σταυρ. Συνών. ἀντιβογγῶ, ἀντιβοΐζω, ἀντιβροντῶ, ἀντιδονῶ 1, ἀντιλαλῶ 1, ἀχῶ (Ι). 4) Βομβῶ, ἐπὶ ἐντόμων κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Βουΐζουν τὰ μελίσσιˬα κοιν. Ἐβόεσεν ὁ πούμπουρον (ὁ σφὴξ) Τραπ. Συνών. ἀνασοβῶ Β1, βάζω (Ι) 4δ. 5) Βομβῶ, ἐπὶ τῶν ὤτων καὶ τοῦ ἐγκεφάλου ἐξ ὑποκειμενικῆς ἀντιλήψεως κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Βουΐζουν τ’ ἀφτιˬά μου. Βουΐζει τὸ κεφάλι μου κοιν. Ἐβούϊξεν τ’ ὠτί μ’ Σταυρ. Ἁ ἀβοτάνα μι ἔ’ βοΐζα, κἄπο͜ιε μ’ ἔ’ θυνιούμενε (τὸ ἀφτί μου βοΐζει, κἄποιος μὲ θυμᾶται) Τσακων. Β) Μέσ. καὶ παθ. 1) Μυκῶμαι Ἰκαρ.: Ἕνα βούδιν ἠβουίστην. 2) Προσβάλλομαι ὑπὸ ἀσθενείας Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἡ λιχῶνα βουΐσκι (ἔπαθεν ἐκ τῆς βοῆς του κόσμου. βουΐσκι=βουΐστηκε), Βουΐζουντι τὰ πράματα (τὰ πρόβατα). Μετοχ. βουϊσμένος, ἐκεῖνος ποῦ εἴθε ν’ ἀκουσθῇ ἡ βοή του (πβ. βουὴ Β1), ἄθλιος, ἐλεεινὸς Πελοπν. (Τριφυλ.): Τί ζημιˬὰ ἔκαμες, ρὲ βουϊσμένε!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA