ἄργεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄργεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδετέρο

Τυπολογία

ἄργεμα τό, ἀμάρτ. ἄργεμαν Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἄργιμα Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀργεύω.

Σημασιολογία

1) Ἀργοπορία, βραδύτης περὶ τὴν ἐκτέλεσιν πράξεώς τινος Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ.): Ντό ἄργεμαν ἔτον ἀτό! (τί ἄργ. ἦτο αὐτό, δηλ. πόσον ἄργησες!) Χαλδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄργημα. 2) Ποινὴ ἀργίας, ἤτοι ἀποχῆς ἀπὸ πάσης ἱερουργίας, ἐπιβαλλομένη εἰς κληρικὸν Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ). Συνών. ἄργητα 2, ἀργία 3, ἄργισμαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/