βούισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βούισμα τό, βόεμαν Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) βούημα Ἰων. (Κρήν.) βούγεμα ΑΚαρκαβ. Λόγ. πλώρης 185. βόισμα Στερελλ. (Αἰτωλ.)-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. βούισμα σύνηθ. βούσμα Στερελλ. (Παρνασσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βουΐζω, ὃ ἐκ τοῦ βοῶ, ὅθεν τὸ βόεμαν καὶ βούημα.
Σημασιολογία
1) Βουὴ Α2, ὃ ἰδ., σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Τὸ βούισμα τῆς θάλασσας. Μεγάλο βούισμα κάνει τὸ ρέμα σύνηθ. || Ποίημ. Μιὰ μέρα μόνος βρέθηκα ἔξω ἀπὸ τὸ βούισμα τοῦ κόσμου ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 46. β) Ὁ ἔκ τινος γεγονότος προκαλούμενος ψίθυρος τῶν ἀνθρώπων, θόρυβος Ἰων. (Κρήν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.: Ἠπαντρεύτην ὁ δεῖνα κ’ ἠγένηνε ἕνα βούημα ’ς τὴ χώρα Κρήν. 2) Βόμβος, ἐπὶ τῶν ὤτων πολλαχ.: Τὸ βούισμα τῶν ἀφτιˬῶν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA