γελασιˬάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γελασιˬάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γελασιˬάρης ἐπίθ. Χίος-Λεξ. Δημήτρ. γελασάρης Κεφαλλ. γελατζάρης Λεξ. Βάιγ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γελῶ διὰ τοῦ ἀορ. ἐγέλασα, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬάρης. Ὁ τύπ. γελατζάρης καὶ παρὰ Βλάχ. Παρὰ Σομ. τύπ. γελατζιˬάρης.
Σημασιολογία
1) Γελαρός, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.:Ἕνας καλὸς βοσκὸς θέλει περάσει, μελαχρινός, λιγνὸς καὶ γελασιˬάρης Χίος. 2) Ὁ ἐμπαίζων, ὁ χλευάζων Λεξ. Δήμητρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. *ἀνεμπαιξιˬάρης, δι’ ὃ ἰδ. *ἀνεμπαιξιˬάρις. 3) Ὁ χάριν ἀστεϊσμοῦ ἐξαπατῶν τοὺς φίλους Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA