γέλασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γέλασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γέλασμα τό, πολλαχ. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτον. Σινασσ. Φερτ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Χαλδ.) γέλασμαν Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) γέλαμαν Πόντ. (Νικόπ. Χαλδ.) γέλαμα Καππ. (Φλογ.) Κρήτ. γέλαγμαν Πόντ. (Οἰν. Χαλδ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γέλασμα.

Σημασιολογία

1) Ὁ γέλως πολλαχ. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σινασσ. Φερτ. Φλογ.) Πόντ. (Κερασ. Νικόπ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀκουότανε τὸ γέλασμά του ’ς τὸ σπίτι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἐπασλαέψανε ’ς σὸ γέλασμα (ἤρχισαν νὰ γελοῦν) Ὄφ. Ἀσ’ τ’ ἐγεννέθεν κιˬ ἂν γέλαμαν ’κ’ εἶχεν (ἀφ’ ὅτου ἐγεννήθη, δὲν εἶχε γέλιο· ἐκ παραμυθ.) Χαλδ. ‖ Παροιμ. Τὸ γέλασμα ἔ᾽ ταὶ κλάψιμο (τὴν χαρὰν ἀκολουθεῖ συνήθως καὶ λύπη. Συνών. παροιμ. τὸ γέλος ἔ’ καὶ κλαίη.) Ὄφ. Πβ. καὶ ΚΔ (Λουκ. Εὐαγγ., 6, 25) «οὐαὶ οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε». Τὰ γεράσματα γελάσματα εἶν’ (ἡ ἀκράτεια τῶν γερόντων προκαλεῖ τὸν γέλωτα) Χαλδ. Ἡ σημ. ἐν μεταφ. καὶ ἀρχ., ἰδ. Αἰσχύλ., Προμ., 90 «ποταμῶν τε πηγαί, ποντίων τε κυμάτων | ἀνήριθμον γέλασμα...» β) Ἐπὶ καιροῦ, ἡ προσωρινὴ καλυτέρευσις τούτου Σύμ.: Ἔκαμεν ἕναγ-γέλασμα g’ ἐπεράσαμε. Συνών. φρ. ἄνοιξε μάτι ὁ καιρός. 2) Ὁ περίγελως, τὸ ἀντικείμενον γέλωτος Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ.)-Λεξ. Δημητρ.: ᾿Ετὸ τί γέλασμα ἔν’ Σινασσ. Ἔγινε γέλασμα τῆς γειτονιˬᾶς Λεξ. Δήμητρ. Συνών. ἀναγέλασμα 2. 3) Ἡ ἀπάτη, ὁ δόλος, ἡ πλάνη πολλαχ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.): Δὲ θὰ ξεχάσου τὸ γέλασμα ποὺ μ’ ἔκαμες Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Αὐτοὶ ’ά ρτουμ bάλε, μόνον ’ά τοὺς κάωμεν ἄλ-λογ-γέλασμα (αὐτοὶ θὰ ἔλθουν πάλιν, ἀλλὰ θὰ τοὺς κάμωμεν ἄλλην ἀπάτην· ἐκ διηγήσεως) Τῆλ. Καὶ ἄρ’σι πικρὰ παράπουνα νὰ παραπουνε͜ιέτι ’ς τοὺ βασ’λὲ ποὺ τοὺν γέλασι τέτο͜ιου γέλασμα Θρᾴκ. (Αἶν.) Γιˬατί γελᾷς τὸν κόσμο καὶ τοὺς παίρνεις τὰ γεννήματα; -Ἀμ’ τί γέλασμα! (ἐκ παραμυθ.) Πελοπν. (Μεσσ.) Μὴν εἶναι φάντασμα τοῦ νοῦ, μὴν εἶναι γέλασμα τοῦ ἀνέμου; Ι.Βλαχογιάνν., Λόγοι κι ἀντίλογ., 77. Συνών. ἰδ. ἐν λ. γελασιˬά. β) Ἡ ἀποπλάνησις γυναικὸς Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.)-Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/