βουκινίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουκινίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουκινίζω Κέρκ. Κρήτ. Λευκ. Ρόδ. Χίος-Λεξ. Περίδ.
Σημασιολογία
Τὸ μεταγν. βουκινίζω. 1) Σαλπίζω διὰ βουκίνου Κρήτ. Λευκ. Ρόδ. -Λεξ. Περίδ. 2) Μεταφ. διατυμπανίζω. διαδίδω Κέρκ. Χίος : Ἡ γειτόνισσα 'ς τὸ φόρο τὸ βουκινίζει Κέρκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA