γελαστικὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γελαστικὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γελαστικὰ ἐπιρρ. Λεξ. Βάιγ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γελαστικός.

Σημασιολογία

1)Γελαστά, ὃ ἰδ. Λεξ. Βάιγ. Δημητρ.: Γελαστικά τοῦ ἀποκρίθηκε Λεξ. Δημητρ. 2) Χλευαστικῶς Λεξ. Δημητρ.: Γελαστικὰ τούς γέρους μήν πειράζῃς. 3) Ἀπατηλῶς, δολίως Λεξ. Βάιγ. Δημητρ.: Τοῦ φέρθηκε γελαστικὰ Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/