ἀφροστολίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφροστολίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφροστολίζω ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 99.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφρὸς καὶ τοῦ ρ. στολίζω.

Σημασιολογία

Στολίζω, κοσμῶ μὲ ἀφρόν: Ποίημ. Ἡ θάλασσα ἀφροστόλισε τὸ βράχο τὸ χνουδᾶτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/