γελαστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γελαστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γελαστὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) γιλαστὸς βόρ. ἰδιώμ. γελατζὸς Βιθυν. (Κίος) γελαστὲς Σκῦρ. γελαστὲ Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬατὲ Τσακων. (Μέλαν).

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γελαστός.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων εὔθυμον, μειδιῶσαν καὶ εὔχαριν ἔκφρασιν προσώπου κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Εἶναι γελαστὸς ἄνθρωπος. Τὸν εἶδα γελαστόν. Ἔχει γελαστὸ πρόσωπο. Εἶναι γελαστὴ ’ς τὴ φωτογραφία. Ἔρχονται γελαστὰ τὰ παιδιˬὰ κοιν. Πάντα του γελατζὸς ἔρκεται Βιθυν. (Κίος) Γελαστὲ ὁ λείψανε (γελαστὸς ὁ νεκρὸς) Χαβουτσ. Ἔδες ὁ γαμπρὸς τσ’ ἡ νύφη γελαστοὶ γελαστοὶ ἔτανε Σκῦρ. Βαστοῦσε μὲ κόπο τὰ δάκρυα ποὺ τὴν ἔπνιγαν καὶ προσπαθοῦσε νὰ φαίνεται γελαστὴ Π.Νιρβάν., Ἀγριολούλ., 147 || Ποιήμ. Θέλω τὰ γελαστά σου τὰ χειλάκιˬα, θέλω τὴν ἁπαλή σου ἀγκαλιˬὰ Γ.Δροσίν., ἐν Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 84. Φλογάτη, γελαστή, ζεστὴ ἀπὸ τ’ ἀμπέλιˬα ἀπάνωθεν ἐκοίταγε ἡ σελήνη. Α.Σικελιαν., ἐν Ἀνθολ. Η.Ἀποστολίδ., 402. 2) Ὁ ἀπατητηθείς, ὁ ἐμπαιχθεὶς Τσακων. (Μέλαν.): Μ’ ἔκ’ ἔχου γιˬατὲ δὺ’ βολὲ (μὲ ἔχει γελάσει δύο φοράς). Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. Ἀθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/