ἀνάλαφρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάλαφρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνάλαφρα ἐπίρρ. σύνηθ:

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάλαφρος

Σημασιολογία

1) Χωρὶς δύναμιν, χωρὶς βίαν, ἐλαφρῶς, ἠρέμα, ἐπαναλαμβανόμενον συνήθως πρὸς μεγαλυτέραν ἔξαρσιν τῆς σημ. σύνηθ.: Περπατῶ ἀνάλαφρα. Ἀνάλαφρα ἀνάλαφρα κατέβαινε τὴ σκάλα γιˬὰ νὰ μὴ τὸν νο͜ιώσουν. Κούνησε ἀνάλαφρα τὸ κεφάλι του. Τ’ ἀεράκι φυσάει ἀνάλαφρα σύνηθ. Τὰ σπουργίτιˬα… σε͜ιοῦσαν ἀνάλαφρα ἀποπάνω της κἄπο͜ια ἀκρόκλαδα τῆς μουρεˬᾶς ΚΧατζοπ. Ἀγάπ. 6 ǁ Ποιήμ. Πετάει ἐκεῖνο καὶ γοργὸ μὲ τὸ νερὸ γυρνάει, καὶ τὸ σταλάζει ἀνάλαφρα ᾿ς τ᾿ ἀραδιˬαστὰ κομμάτιˬα ΚΚρυστάλλ. ᾿΄Εργα 1,231 Καὶ κάτου σ’ εἶδα τοῦ γιˬαλοῦ τὴν ἄκρη νἀ περάσῃς καὶ νὰ πατῇς ἀνάλαφρα τὸ κῦμα τῆς θαλάσσης Γ Μαρκορ. Ποιητ. ἔργ. 77 Κιˬ ἀναστενάζ' ἀνάλαφρα καὶ κυματοῦν τὰ στήθηˬα Μφιλήντ. Θρῦλ. 19. 2) ’Ακροθιγῶς ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 66 ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 14: Ἔβγαλε τὸ λάζο του καὶ τῆς ἄγγιξεν ἀνάλαφρα τὸ λαιμὸ ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. ǁ Ποίημ. Οἱ μέλισσες σὲ λαγκαδιˬὲς καὶ κάμπους τριγυρίζουν θερίζοντας τὰ λούλουδα τὰ κοκκινοβαμμένα κιˬ ἀνάλαφρα ἀκροπίνοντας ᾿ς τῶν ποταμιˬῶν τὸ ρέμα ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. Πβ. ἀγάληˬα, ἀλαφρά, σιγά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/