ἀνάλαφρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάλαφρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάλαφρος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρός
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ ἔχων βάρος πολύ, άβαρής, ἐλαφρὸς πολλαχ.: Ἀνάλαφρο σακκὶ-σκέπασμα-φορτίο κττ. Ἀνάλαφρη πατησιˬά. Ἀνάλαφρα πατήματα. 2) Ὁ μόλις αἰσθητὸς πολλαχ.: Ἀνάλαφρο ἀεράκι πολλαχ. Ἔβγαινε σἀν ἀνάλαφρη πνοὴ ἀπὸ τὰ ροδοκόκκινα μικρά του χείλη ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 60 Ἀνάλαφρο φιλεῖ ΓΣτρατήγ. Τραγούδ. νησ. 85 ǁ ᾎσμ. Καὶ βλέπω τὰ ματάκιˬα σου γλυκὰ νὰ μ᾿ ἀντικρύζουν κιˬ ἀνάλαφρα χαμόγελα τὰ χείλη σου νὰ σκίζουν Κωνπλ. 3) Ὁ οὐχὶ πυκνός, ἀραιὸς Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ.1,233: Γῦρο μου ἁπλώνονταν ἀνάλαφρο, ἂν καὶ πυκνὸ ἀκόμα, τὸ σκοτάδι. Πβ. ἀλαφρός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA