γέλιˬο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γέλιˬο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γέλιˬο τό, κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καππ. (Ἀνακ.) γέλιˬου βόρ. ἰδιώμ. γέλ-λιˬο Κάλυμν. Κῶς Μεγίστ. Τῆλ. γέ-ιˬουν Λυκ. (Λιβύσσ.) γέγιˬο Ἀπουλ. (Καλημ.) Σίφν. γέιˬο Κρήτ. (Λάκκ.) γέλτσο Ἀστυπ. gέλιˬο Ἀπουλ. γέλο Ἀπουλ. (Τσολλῖν.) gέλο Ἀπουλ. (Μαρτ.) ’έλιˬο Κάλυμν. Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γέ-ιν Λυκ. (Λιβύσσ.) γέλι Ἀπουλ. (Καλημ.) Εὔβ. (Βρύσ.) Κρήτ. Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.) γέ’ Ἤπ. (’Ιωάνν.) gέλι Ἀπουλ. γέλιˬος Κύπρ. Πληθ. θηλ. γελιˬὲς Καππ. (Ἀνακ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γελῶ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 66 καὶ Ἐπιστ. ᾿Επετ. Πανεπ. 7 (1911), 68. Παρ’ Ἡσυχ. τύπ. γέλιον ἐν γλώσσῃ «γέλων· γέλωτα (ἢ γέλιον)», Πβ. καὶ Λέοντ. Γραμματ., Χρονογρ., 351, 8 «μυθολόγος τις γέλια ἀγαπῶν καὶ παιχνίδια». Ὁ τὺπ. γέλι καὶ Βυζαντ. ’Ιδ. Ν.Πολίτ., Παροιμ. 1, 26 «ξένος πόνος, ὅλον γέλι». Ὁ τύπ. γελιˬὲς πιθανῶς κατὰ τὸ χαρὲς. Διὰ τὴν μεταβολὴν τοῦ γένους ἰδ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 52.
Σημασιολογία
1) Ὁ γέλως κοιν. καὶ ᾿Απουλ. (Καλημ. Μαρτ. Τσολλῖν.) Καππ. (Ἀνακ.) Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.): Ἀνάλατο - ἀνοιχτόκαρδο - ἄνοστο - δυνατὸ - κρύο - κρυφὸ - νευρικὸ-πειραχτικὸ-πνιχτὸ-σιγανὸ-τρανταχτὸ-ψεύτικο γέλιˬο κοιν. Ἀνάλατουγ-γέ-ιˬουν Λυκ. (Λιβύσσ.) Ζουρλὸ γέλιˬου Ἤπ. Κρύο ’έλιˬο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Εἶdά ’ροξη τοῦ ’έλιˬου ’τον εὐτή; (τί ὄρεξιν ποὺ ἔχεις νὰ γελᾷς;) αὐτόθ. Ἡ γειτόνιτσα μὲ γέλτσα τσαὶ χαρὲς λέει ’ς τὴ βασίλιτσα Ἀστυπ. Ὄ ’σ’ ’αοῦ μι τσί γέλι ἔν’ ἔγκι; (δὲν μοῦ λέγεις τί γέλιο εἶναι αὐτό;) Πραστ. Δὲ μ’ ἀρέσει τὸ γέλι της Εὔβ. (Βρύσ.) Εἴχαμε γέλιˬα καὶ χαρὲς Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ‖ Φρ. Εἶναι γιˬὰ γέλιˬα (ἐπὶ γελοίων πραγμάτων) κοιν. Ἔγκει ἔι γιˬὰ γέλιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πραστ. Εἶναι ν-dοῦ γελ-λιˬοῦ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Τῆλ. Ἔσκασα-ἔσπασα-λύθηκα-ξεκαρδίστηκα-ξεράθηκα-τρελλάθηκα ’ς τὰ γέλιˬα (ἐπὶ ἀκατασχέτου γέλωτος) κοιν. Δὲ μπορῶ νὰ βαστάξω-νὰ κρατήσω τὰ γέλιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) κοιν. Πβ. Ξενοφ., Κύρ. Παιδ. 2. 2. 5 «οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἐδυνάμην τὸν γέλωτα κατασχεῖν». Πέθανα ’ς τὰ γέλιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) σύνηθ. Πβ. Ὅμ., σ. 100 «γέλῳ ἔκθανον». Ἐλύθησα τ’ ἄdερά μου ἀπὸ τὰ γέλιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Πόνεσε ἡ τσουλιˬά μου ’πὸ τὰ γέλιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Εὔβ. (Βρύσ.) Ἐσκαρτάρισεμ bὸ τὰ γελ-λιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κάλυμν. ᾿Ερᾶ ἀπὸ τὰ γέλιˬα (Ἐρᾶ=ἔσκασα· συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μέλαν. Εἶναι μὲ τὸ γέλιˬο ’ς τὸ στόμα (ἐπὶ εὐθύμου ἀνθρώπου) κοιν. Εἶναι ἄνθρωπος τοῦ γέλιˬου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) σύνηθ. ᾿Εγέλασα μὲ τὴν ψυχή μου-μὲ τὴν καρδιˬά μου (ἐγέλασα πολύ) κοιν. Μ᾿ ἔκοψαν-μὲ πῆραν-μ’ ἔπιˬασαν τὰ γέλιˬα (ἤρχισα νὰ γελῶ) κοιν. Τό ’ρριξαν ’ς τὰ γέλιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) σύνηθ. Πβ. Ἀριστοφ., Σφῆκ. 1260-1261 «κᾇτ’ εἰς γέλων | τὸ πρᾶγμ’ ἔτρεψας», Δημοσθ., 151 «καὶ τὸ πρᾶγμα εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες». Ἔμπηξα τὰ γέλιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) σύνηθ. Κόβγε τόνε τὸ γέλιˬο (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. Σὲ καλὸ νὰ μᾶς βγοῦνε τὰ γέλιˬα (εὐχὴ κατόπιν ὑπερμέτρου γέλωτος) σύνηθ. Κά᾿ ζουρλὸ γέλιˬου (γελᾷ ἰσχυρῶς) Ἤπ. Γέλιˬα, γέλιˬα σὰν καρβέλιˬα (ἐπὶ μωρῶν γελώτων καὶ καγχασμῶν) Πελοπν. (Μεσσ.) Γελᾷ μὲ ξένο γέλιˬο (γελᾷ παρὰ τὴν θέλησίν του) ἐνιαχ. Ἄσπρα γέλιˬα (τὰ προερχόμενα ἐκ χαρᾶς) Πελοπν. (Δημητσάν.) Μαῦρα γέλιˬα (ἐπὶ γέλωτος μὴ προερχομένου ἐξ εὐθύμου ψυχικῆς διαθέσεως, ἐνίοτε δὲ καὶ ἐκφράζοντος πικρίαν) Πελοπν. (Γορτυν. Λάστ.) Πάντα χαρὲς καὶ γέλιˬα νά ’χῃς (εὐχὴ) Σίφν. Τὸ γέλ-λιˬοσ-σου νὰ κοπῇ! (ἀρὰ) Μεγίστ. || Παροιμ. φρ. Τὰ γέλιˬα θὰ βγοῦν ξινὰ (εἰς τὴν χαρὰν ἐπακολουθεῖ ἡ λύπη ἐν τῷ βίῳ) κοιν. Πβ. Κ.Δ (Λουκ. Εὐαγγ. 6, 25) «οὐαὶ οὶ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε». Τοὺ γέ-ιˬουν ἦβγιν dου ξινὸν (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λυκ. (Λιβύσσ.) Τὰ γέλιˬα βγαίνουν κλάματα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) ΑΡουμελ (Σωζόπ.) Γέλιˬα τὰ ’’ ἡ κουριμέ’ (ἐπὶ τῶν ἀδιαφορούντων δι’ ὅσα περὶ τῶν κακῶν των πράξεων λέγουν οἱ ἄλλοι) Λέσβ. Οὕλοι γελούσανε μὲ μένα τσ’ ἔσκαζα τσ’ ἐγὼ ’ς τὰ γέλιˬα (ἐπὶ εὐήθους, μὴ ἐννοοῦντος τὰ εἰς βάρος του πειράγματα) Σκῦρ. Παροιμ. Ἀνόρεξα γέλιˬα, ἀνάλατο φαΐ (ὁ βεβιασμένος καὶ ἄκαιρος γέλως ὁμοιάζει πρὸς ἀνάλατον, ἄνοστον φαγητόν, ἤτοι γίνεται δυσαρέστως ἀποδεκτὸς) Πελοπν. (Λάστ.) || Γνωμ. Γέλιˬα ἀδιˬάκοπα, μυˬαλὰ κουρκουτιˬασμένα (ὁ πολὺς καὶ ἄκοσμος γέλως ἐλέγχει ἀσυνεσίαν) Κεφαλλ. Πβ. Σέξτ. 280α (Elter 1, 19) «ἄμετρος γέλως, σημεῖον ἀπροσεξίας». Τὸ γέλιˬο χάνει τὴν τιμή, τὸ μέτωρο τὴ γνώση (μέτωρο=ἀστεϊσμός, σκῶμμα· ὁ γελῶν ἀκαίρως ἢ σκώπτων τινὰ ὕστερον μετανοεῖ) Πελοπν. (Δημητσάν. Καρίτεν. Μάν. Μεσσ. Πύργ.) Τὸ γέλιˬο κόβει ριζικὸ καὶ τὸ τραγούδι μοῖρα (ἐπὶ παρθένων, αἵτινες ὀφείλουν νὰ εἶναι συνεσταλμέναι διὰ νὰ δυνηθοῦν να ὑπανδρευθοῦν) Αἴγιν. Τὰ γέλιˬα κόφτουν τὰ χέριˬα (ἐν ὥρᾳ ἐργασίας ἐκ τοῦ πολλοῦ γέλωτος ἀδυνατεῖ τις νὰ ἐργασθῇ) Ἤπ. ᾌσμ. Ἔλα νὰ πά’ νὰ ’μόσωμεν ἀπάνω τὸ βαντζέλτσο, ἄμ-μ’ ἀρνηστῇς, νὰ μὴν ἰδῇς ’ς τὰ σείλη σου τὸ γέλτσο Ἀστυπ. Μὲ μάγευσε μ’ ’ὸ γέλο, | μὲ μάγευσε μ’ ’ὸν λόο, πόσο καλὸ τῆς τέλω | ’ὲσ-σώdζω νὰ τὸ πῶ (’ὸ= τό, ’ὲσ=δὲν) Τσολλῖν.-Ποιήμ. Μύριˬα λόγιˬα, γέλιˬα μύριˬα ΔΣολωμ., 74 Τότες πουλιˬὸ οἱ ἀθρῶποι σκοῦν’ τὰ γέλιˬα τους νὰ ἰδοῦν τοὺς τρεῖς πιˬασμένους συνατοίς τους Α.Λασκαρᾶτ., Στιχουργ2., 30. Συνών γελίος, γέλος 1. 2) Ὁ περίγελως, ὁ γελοῖος Ἤπ. (Χιμάρ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Κύπρ. Λευκ. Προπ. (Κύζ.) Ρόδ. Σίκιν-Α.Τραυλαντ., ’Εξαδέλφ., 40, 49-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Αὐτὸς εἶναι γέλιˬο Χιμάρ. Ἔγινε γέλιˬο Ζαγορ. Νὰ γίνω γέλιˬο τοῦ κόσμου Α.Τραυλαντ., ἔνθ’ ἀν., 49. Πβ. Σοφοκλ., Οἰδ. Κολ. 902 «μὴ ...γέλως δ’ ἐγὼ | ξένῳ γένωμαι τῷδε» || Παροιμ. Κάλλιˬο τῆς ζωῆς κατέλυμα, πάρα τοῦ κόσμου γέλιˬο (τῆς ἐπονειδίστου ζωῆς κρείσσων ὁ τάφος) Κύζ. Κάτσε, γέλιˬο, εἰς τὴ στράτα κιˬ ἀνεγέλα τοὺς διˬαβάτες (ἐπὶ τοῦ ἐπιψόγου τοῦ ἐμπαίζοντος ἄλλους. Συνών. παροιμ. Ἔκατσ’ ἡ πομπὴ ’ς τὴ στράτα κιˬ ἀνεγέλα τοὺς διαβάτες· ἢ τοῦ κόσμου τ’ ἀναέλασμα ἀναελᾷ τὸν κόσμο) Σίκιν. || ᾌσμ. Καλῶς ἦρτεν ὁ Διενῆς, τὸ γέλιˬος τοὺς ἀθ-θρώπους Κύπρ. -Καλῶς το, εἶπα, τὸ θεριˬό, ποὺ τρέμ’ ἡ γῆς κιˬ ὁ κόσμος, καλῶς τον καὶ τὸδ-Διενῆ, τὸ γέλιˬο dῶν ἀθ-θρώπω Ρόδ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Διὴγ. παιδιόφρ. στ. 681 (ἔκδ. Wagner, σ. 164) «καὶ εἶσαι κάθαρμα, πομπὴ καὶ γέλιον τῶν ζῴων». Συνών. γέλος 2, κορόιδο, περιγέλιˬο, περίγελο, πομπή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA