γελίος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γελίος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γελίος ὁ, Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γελῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίος, δι’ ἣν ἰδ. Α.Παπαδόπ., Γραμμ. Ποντ. διαλ., 219.

Σημασιολογία

Γέλιˬο 1: Ἐπσε μὲ ὁ γελίος (με ἔπιˬασε τὸ γέλιˬο, ἤρχισα νὰ γελῶ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/