ἄργισμαν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄργισμαν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄργισμαν τό, Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀργίζω.

Σημασιολογία

Ἡ ἐπιβολὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποινῆς τῆς ἀργίας εἰς ἱερέα, ἀπαγόρευσις πάσης ἱεροπραξίας. Συνών. ἄργεμα 2, ἄργητα 2, ἀργία 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/