Γελλοῦ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Γελλοῦ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

Γελλοῦ ἡ, Κρὴτ. (Μεραμβ. Πεδιάδ.) Πελοπν. (Λάστ.) Τῆν. Χίος-Π.Βλαστ., ’Αργώ, 61-Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Βλαστ., 487 Πρω. Γελ-λοῦ Κάρπ. Μεγίστ. ’Ελλοῦ Κάσ. Γιλλοῦ Θήρ. Κρὴτ. Κύθηρ.-Λεξ. Πρω. Γιλ-λοῦ Κύπρ. (Μαραθάσ.) Μεγίστ. Γ’λλοῦ Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σαρεκκλ. Φανάρ.) Ἴμβρ. Λέσβ. Σαμοθρ. Γιˬαλλοῦ ’Αμοργ. Θήρ. Λέσβ. Μύκ. Θ.Γρυπάρ., Βοσκοπ., 18-Λεξ. Βλαστ., 487 Γιˬαλ-λοῦ Κῶς Σύμ. Τῆλ. Γιˬαλ-λdοῦ Κῶς Ρόδ. Ἰα-οῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ὀν. Γελλώ. Ὁ τύπ. Γιˬαλλοῦ κατὰ παρετυμολ. πρὸς τὸ οὐσ. γιˬαλός, διότι οὗτος θεωρεῖται ἐνδιαίτημα τῶν Νηρηίδων ἢ τῶν δαιμονίων καὶ κακῶν ἐν γένει πνευμάτων. Ὁ τύπ. Γιλλοῦ καὶ παρὰ Δουκ. ἐν λ. Γελλώ.

Σημασιολογία

1) Πνεῦμα κακοποιὸν ἐν τῇ λαϊκῇ μυθολογία βλάπτον ἢ θανατῶνον τὰ βρέφη διά πνιγμοῦ Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σαρεκκλ. Φανάρ.) Ἴμβρ. Κάρπ. Κάσ. Κρὴτ. (Μεραμβ. Πεδιάδ. κ.ἀ.) Κύπρ. Κῶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ρόδ.-Λεξ. Πρω.: Νὰ πᾷς νὰ ρεμεδιˬάρῃς τὸ παιδί σου, νὰ μὴ σοῦ τὸ πνίξῃ καὶ τοῦτονα ἡ Γελλοῦ (νὰ ρεμεδιˬάρῃς=νὰ λάβῃς πρόνοιαν, νὰ προστατεύσῃς) Μεραμβ. Ξαφνικὰ πέθανε τὸ παιδί, τὸ ’πνιξεν ἡ Ἰαοῦ Ἀπύρανθ. Ἡ κακὴ Ἐλ-λοῦ ποὺ σαϊττεύγει τὰ μωρὰ Κάσ. Οἱ Γελλοῦες κάν-νουνε κακὸ ’ς τοὺς ἀθρώπους καὶ πρὸ πάνdω ’ς τὰ μωρὰ π-παιά, ποὺ τοὺς ροφοῦτ-τὸ αἷμα τως Κάρπ. Μὴ gλαίῃς, γιˬατὶ ᾽ὰ φωνάξω τὴγ-Γιˬαλ-λοῦν- νὰ σὲ πάρῃ Κῶς. Διὰ τὴν σημ. πβ. καὶ τὸ παρὰ Σουΐδ. «Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα· αὕτη ἄωρος ἐτελεύτησε καὶ τὸ φάντασμα αὐτῆς ἐδόκουν ἐπὶ τὰ παιδία καὶ τοὺς ἀώρους θανάτους ἰέναι». β) ’Ασθένεια τῶν βρεφῶν ᾽Αμοργ. 2) ’Ανθρωπόμορφον τέρας πνῖγον τὰ πρόβατα Σαμοθρ.: Γού’ν τ’ μία γί’τα ἄθιιπους κὶ σὰ νύχτγιˬαζι γί’ταν Γ’λλοῦ κ’ ἔπιγι τ’ μπαμπᾶ τ’ τὰ πάατα (ὅλην τὴν ἡμέραν ἦτο ἄνθρωπος καὶ ὅταν ἐνύχτωνεν ἐγίνετο Γελλοῦ καὶ ἔπνιγε τοῦ πατρός του τὰ πρόβατα). 3) Φάντασμα ἐνοχλοῦν τὴν λεχὼ Συμ. Χίος: Ἦταν ἡ Γελλοῦ καὶ φώναζ-ζεν, πὰς καὶ ἀν-νοίξῃ κ’ ἔμπῃ μέσα καὶ χαλάσῃ τὴλ-λουχοῦσα Χίος. 4) Τὸ κατὰ τὴν ὥραν τῆς λειτουργίας τῆς νυκτὸς τῶν Χριστουγέννων γεννώμενον θῆλυ, ὅπερ κατὰ τὴν λαϊκὴν δοξασίαν ἀποβαίνει Γελλώ, ἐνῷ τὸ ἄρρεν γίνεται καλικάντζαρος Θήρ. 5) Γυνὴ ὑπνοβάτις Θῆρ. 6) Δαιμόνιον ἢ πνεῦμα βλάπτον, ἡ κοινῶς λεγομένη νεράιδα Ἀμοργ. Κρήτ. (Πεδιάδ.) Κύθηρ. Μεγίστ. Μύκ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Τῆλ. Τῆν. Χίος-Π.Βλαστ., Ἀργώ, ἔνθ’ ἀν. Θ.Γρυπάρ., ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν.: ᾽Εκεῖ ποὺ γυρίζ-ζεμ-μέσα ’ς τὸ χωρίον τὴν νύχτα, ἐκούγαν οἱ ἀθρῶποι τὸ γκρὶ-γκρὶ κ’ ἐθαρροῦσαν πὼς ἔγ-Γελλοῦ Χίος || Φρ. Τὸν ἔφαγε ἡ Γιλλοῦ (ἐπὶ ἐχόντων δύσμορφον καὶ ἰσχνὸν πρόσωπον) Κύθηρ. Δέσετε, χαλινώσετε τὴ Γελλοῦ (ἐξ ἐπῳδ.) Πεδιάδ. Ποὺ νὰ σοῦ διˬαβάσουνε τσῆ Ἰαοῦς τὸ χαρτὶ καὶ σωτηρία νὰ μὴ δῇς! (τσῆ Ἰαοῦς τὸ χαρτὶ= γεγραμμένη ἐπῳδὸς κατὰ τῆς ἐπηρείας τῶν δαιμονίων, κατὰ τῆς βασκανίας· ἀρά) Ἀπύρανθ. Ποὺ νὰ σ’ ἀλλάξουν οἱ Γιˬαλλοῦδες! (ἀρά) Μύκ. || Ποίημ. Τριγύρω σου Γιˬαλλοῦδες μαζώχθηκαν νὰ δοῦν κ’ εἶπαν οἱ κοπελοῦδες ἀῃδόνιˬα κιλαδοῦν! Θ.Γρυπάρ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀγγελούδα, ἀεραγίδα, ἀέρι 4, ἀερικό 3, ἀεροῦ, Γελλούδα, ἀναγριαλλοῦ, νεράιδα. 7) Μεταφ., γυνὴ ἀγρία, κακὴ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ρόδ.: Εὐτὴ εἶναι μιˬὰ Ἰαοῦ. Τὰ παιδία τζ’ ἔχει φόβο νὰ bνίξ’ ἀποὺ τὰ νεῦρα κιˬ ἀποὺ τὴ gακία ποὺ σηκώνει. Ἀπύρανθ. Μωρὴ στρίgλα Ἰαοῦ, μωρή, δὲ σωπαίνεις πιˬά, ’ιˬατὶ εἶναι dροπῆς νὰ σ’ ἀκούῃ κἀνείς; αὐτόθ. Μωρὴ Γιˬαλ-λdοῦ τῆς θάλασσας Ρόδ. β) Γυνὴ ἀνὴθικος Λέσβ. Πελοπν. (Λάστ.) Ρόδ.: Παροιμ. Ἡ καηˬμένη ἡ Γελλοῦ τὰ δικά της ρίχνει ἀλλοῦ (ἐπὶ τῶν ἀποδιδόντων τὰ ἴδια παραπτώματα εἰς ἄλλους) Λάστ. Γ-ἡ θε͜ιά μ’ ἡ Γιˬαλ-λοῦ τὰ θ’κά τ’ς τὰ λέ’ ἀλλοῦ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λέσβ. γ) Ἡ πλαγγών, ἡ κούκλα Κύπρ. (Μαραθάσ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἀττικ. Κάρπ. Πελοπν. (Οἰν.) καὶ ὑπὸ τοὺς τύπ. Τῆς Γελλοῦς τὸ Στρῶμα Κάρπ. Τῆς Γελ-λοῦς τὸ Ρυάτσι Μεγίστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/