ἀργο-
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργο-
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
ἀργο- κοιν.
Ετυμολογία
Θέμα τοῦ ἐπιθ. ἀργός.
Σημασιολογία
Συντίθεται ὡς α΄ συνθετ. πρὸς δήλωσιν πράξεως βραδέως ἢ κατ’ ἀραιὰ χρονικὰ διαστήματα γινομένης (α) Οὐσιαστικῶν, οἷον: ἀργογλίστρημα, ἀργοδούλεμα, ἀργομίλημα, ἀργοπάτημα, ἀργοπερπάτημα, ἀργοπλερωτὴς ἢ ἀργοπληρωτὴς, ἀργοχιˬόνισμα κττ. (β) ᾿Επιθέτων, οἷον: ἀργοκίνητος, ἀργομίλητος, ἀργοπλάνητος, ἀργοσάλευτος, ἀργοστάλαχτος, ἀργόφταστος κττ. (γ) Ρημάτων, οἷον: ἀργογεμίζω, ἀργοδιαβάζω, ἀργοδιαβαίνω, ἀργοζυγώνω, ἀργοκαίω, ἀργοκατεβαίνω, ἀργοκεντῶ, ἀργοκλαίω, ἀργοκυλῶ, ἀργομασῶ, ἀργομεταλαβαίνω, ἀργομιλῶ, ἀργοξυπνῶ, ἀργοπαντρεύομαι, ἀργοπερνῶ, ἀργοπερπατῶ, ἀργοπίνω, ἀργοπλέκω, ἀργοσαίνω, ἀργοσημαίνω, ἀργοσκάβω, ἀργοστάζω, ἀργοσταλάζω, ἀργοστέκομαι, ἀργοστολίζω, ἀργοταξιδεύω, ἀργοτραυῶ, ἀργοτρέμω, ἀργοτρυπῶ, ἀργυτρώγω, ἀργοϋφαίνω, ἀργοϋψώνω, ἀργοχτυπῶ κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA