ἀφροφέγγω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφροφέγγω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀφροφέγγω Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφρὸς καὶ τοῦ ρ. φέγγω.
Σημασιολογία
Ἐκπέμπω λευκὴν ἀνταύγειαν ἀφροῦ: Ἀφροφέγγουν τὰ κύματα μέσα ’ς τὸ σκοτάδι. Συνών. ἀσπρογανιˬάζω 1, ασπρογανίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA