Γελλούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γελλούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
Γελλούδι τό, ἀμάρτ. Ἐλ-λούι Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. Γελλοῦ καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούδι.
Σημασιολογία
Τὸ τέκνον τῆς Γελλοῦς: Ἐgαστρώθητσεν ἡ ’ασίλιτσα τσ’ ἤκαμεν ἕναν Ἐλ-λούι· ἐσηκώνετον ἀπάνω ’ποὺ τὴκ-κούνιˬατ-της τσ’ ἐπήαινε ’ς τὸ στάβλο τὴ νύχτα τσ’ ἤπνιˬετ-τ’ ἄλοα, ἤπινετ-τό ’μα τως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA