γελοῖος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γελοῖος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γελοῖος ἐπίθ. λόγ. κοιν.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γελοῖος.

Σημασιολογία

Ὁ ἄξιος γέλωτος, ὁ προκαλῶν τὸν γέλωτα λόγ. κοιν.: Ἔγινε-κατήντησε γελοῖος. Εἶναι γελοῖο ὑποκείμενο. Γελοῖο ποσὸν (ποσὸν ἀσὴμαντον). Συνών. γελούσικος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/