βούλερι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούλερι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βούλερι ἡ, ἀμάρτ. βούλιˬερι ἀγν. τόπ. βούλιˬαρι Ἤπ. (Κούρεντ. κ.ἀ.) βούλιˬαρ’ Θρᾴκ. (Σουφλ.) βίλιˬαρι Ἤπ.(Κούρεντ.) γούλιˬαρ’ Μακεδ. ἀγούλερη Θρᾴκ. (Γανόχ.) βούλαρος ὁ, Λεξ. Βυζ. Μπριγκ. Δημητρ. ἀβούλαρος Λεξ. Περιδ. Βυζ. βούλουρας Εὔβ. (Αἰδηψ. κ.ἀ.) βίλουρας Νάξ. (᾽Απύρανθ. Ἐγκαρ.) ἀβούλουρας Σάμ. ἀβίλουρας Νάξ. (Ἐγκαρ.) γούλιˬερας Κεφαλλ. γούλιˬουρας Κεφαλλ. ἀγούλιˬερας Κεφαλλ. βούλιˬαρο τό, Ἤπ. -Λεξ. Δημητρ. γούλερο Ἄθ. γούλιˬαρο Λεξ. Δημητρ. Ἐκ τοῦ παρὰ Δουκ. βούλερις. Πβ. Append. «κάλαμος φραγμίτης, ἡ βούλερις».
Ετυμολογία
Ἡ λ. ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1)Ἀγριόχορτα τῆς τάξεως τῶν ἀγρωστωδῶν (graminaceae) α) Σόργον τὸ Χαλέπειον (sorghum Helepensis) ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγριοκέχρι. β) Σόργον τὸ κοινόν (sorghum vulgare) ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀγριόσκουπα, καλαμπόκι, σκούπα. 2) Ὁ τρυφερὸς βλαστὸς τῶν δένδρων Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA