βουλευτὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουλευτὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουδέτερο
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βουλευτὴς ὁ, λόγ. κοιν. βουλιφτὴς βόρ. ἰδιώμ. βουλευτὴ Τσακων. βουλευκὴ Τσακων. βουλευτὰς Κύπρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. βουλευτής
Σημασιολογία
1) Ὁ αἱρετὸς ἀντιπρόσωπος τοῦ λαοῦ εἰς τὴν βουλὴν ἔνθ’ ἀν. 2) Ἄνθρωπος κάμνων σχέδια περὶ τοῦ μέλλοντος Μακεδ. (Κοζ.) : Παροιμ. Ἄλλα βουλέτ’ οὑ βουλιφτὴς κιˬ ἄλλα βουλέτ’ οὑ Χάρους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA