βουλεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουλεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουλεύω Μποὲμ Ἀγριολούλ. 49 βουλεύκω Κύπρ. Τῆλ. Μέσ. βουλεύομαι Πελοπν. βουλεύγομαι Κρήτ. βουλεύουμι Ἤπ. Μακεδ. βουλεύουμ’ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Γ´ ἑνικ. πρόσ. βουλέτι Μακεδ. (Κοζ.) Ἀόρ. βουλεύτηκα πολλαχ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. βουλεύω.

Σημασιολογία

1)Ἐνεργ. καὶ μές. ἔχω κατὰ νοῦν, διανοοῦμαι, σκέπτομαι ἔνθ’ἀν. Βουλέψαμε μὲ τ᾿ ἀσκέρι νὰ πάρῃ καθένας μας τὸν ἄνθρωπό του καὶ νὰ περάσουμε τὸ Βάλτο Μποὲμ ἔνθ’ ἀν. ‖ Παροιμ. φρ. Βουλεύτηκα νὰ παντρευτῶ καὶ δὲ μ’ ἀφίν’ ἡ φτώχε͜ια Λεξ. Δημητρ. Σὰ βουλευτῇς’ς τὸν ὕπνο σου, ’ς τὸν ξύπνιˬο μὴν προσμένῃς (μάταιαι αἱ ἐν ἀδρανείᾳ λαμβανόμεναι ἀποφάσεις) αὐτόθ. ‖ ᾌσμ. Ὁ εἷς βουλεύκει τὸ σπαθὶ κιˬ ὁ ἄλλος τὸ δοξάρι κιˬ ὁ τρίτος ὁ καλύτερος βουλε͜ιέται ᾽ς τὴν ἀγάπη Τῆλ. Συνάζουνταν, βουλεύουνταν τὴ Φίφω νὰ παντρέψουν Ἤπ. 2) Δίδω βουλήν, συμβουλεύω Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/