γελοκόπι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γελοκόπι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γελοκόπι τό, Κέρκ. Πελοπν. (Γαργαλ. Κίτ. Μάν.)-Κ.Θεοτόκ., Καραβέλ., 87.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γελοκοπῶ.

Σημασιολογία

Ὁ συνεχὴς γέλως ἔνθ’ ἀν.: ᾿Επέρνου ὄξου ἀπὸ τὸ σπίτι τους κ’ ἔβγαινε τὸ γελοκόπι τους, ποὺ ἔλεες τί ἐγίνοτα Κίτ. Μάν. ᾿Εξέσπασε ’ς ἕνα δυνατὸ γελοκόπι Κ.Θεοτόκ., ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/