βουληματιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουληματιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουληματιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. βουλ-λημαδκιˬὰ Κύπρ. βουλισματιˬὰ Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βούλημα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-ιˬά. Ἡ λ. καὶ ἐν τῇ Πεντατεύχ. Hesseling 423.
Σημασιολογία
Βούλημα 2ε, ὃ ἰδ. : Ὅσον τ᾽ ἐυλώσαμεν τὸ δῶμαν, ἦρτεν τ’ ἐπάτησεν μέσα ’ς τὸν πηλὸν τ᾽ ἔκαμέν τον οὕλλον βουλ-λημαδκιˬὲς Κύπρ. Ἔκαμε βουλισματιˬὰ ἐκε͜ιὰ ποῦ χτύπησε Κρήτ. Ὅλο βουλισματιˬὲς εἶναι τὸ τσικάλι ἀποὺ τσοὶ χτύπους ἁποὺ τοῦ 'χει δοσμένους αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA