βουλησιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουλησιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βουλησιˬὰ ἡ, Τῆν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βουλῶ.

Σημασιολογία

Κατερειπωμένος ξερότοιχος. Συνών. βούλημα 3β βουλιˬάχτρα 4, βουλίστρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/