γελόχορτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γελόχορτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γελόχορτο τό, ἀμάρτ. γελοχόρτι Χ.Χρηστοβασ., Διηγ. Θεσσαλ., 26.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γέλι, δι’ ὃ ἰδ. γέλιˬο, καὶ χόρτο.

Σημασιολογία

Χόρτον τὸ ὁποῖον τρωγόμενον προκαλεῖ γέλωτα: Βλέποντας νὰ γελοῦν, θυμήθηκα τὸ γελοχόρτι τῶν παραμυθιˬῶν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/