βούλιˬαγμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούλιˬαγμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βούλιˬαγμα τό, σύνηθ. βόλγμαν Πόντ. (Κερασ.) βούλιˬαμα Πελοπν. (Ἀργολ. Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. βούλιˬασμα σύνηθ. βόλσμαν Πόντ.(Τραπ.) σβούλιˬασμα Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βουλιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Καταβύθισις, καταπόντισις σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) β) Τὸ ἐκτόπισμα τοῦ πλοίου Λεξ. Δημητρ. : Τὸ βούλιˬαγμα τοῦ καραβιˬοῦ εἶναι τόσοι τόνοι. 2) Τὸ μούσκεμα ἐντὸς ὕδατος τῆς ξηρᾶς λινοκαλάμης διὰ νὰ καταστῇ εὐχερὴς ἡ ἀποφλοίωσις ΠΓεννάδ. 619. 3) Ἡ κάλυψις ἐντὸς λάκκου τοῦ κορμοῦ τῆς ἀμπέλου ἀφιεμένων δύο κλάδων ἑκατέρωθεν πρὸς βλάστησιν Πελοπν. (Ἀργολ.) 4) Κατεδάφισις, κατακρήμνισις, ἐπὶ οἰκίας, τοίχου κττ. πολλαχ. β) Καθίζησις τοῦ ἐδάφους πολλαχ. γ) Τὸ μέρος τὸ ὑποστὰν καθίζησιν Εὔβ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βούλιˬαμα Αἰτωλ. Βούλιˬασμα Εὔβ. (Κονίστρ.) Βουλιˬάσματα Εὔβ. (Ἐπισκοπ.) 5) Πτῶσις τοῦ ἐδάφους, βαθούλλωμα, λάκκος Λεξ. Δημητρ. : Ὁ δρόμος ἔχει βουλιˬάγματα. 6) Μεταφ. ὑλικὴ ἢ καὶ ἠθικὴ καταβαράθρωσις, καταστροφὴ Πελοπν. (Καλάβρυτ.).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA