Ἀνάληψι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἀνάληψι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

Ἀνάληψι ἡ, κοιν. Ἀνεληψοῦ Θήρ.-Λεξ. Μπριγκ ᾿Αναληψιˬὸς ὁ, Θρᾴκ. (Σουφλ.) Γενικ. ἀρσ. Ἀναληψιˬοῦ ΑΟἰκονομίδ. Τραγούδ. Ὀλύμπ. 136 Ἀνιληψιˬοῦ Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ ἀνάληψις = τὸ νὰ ἀναλαμβάνῃ τίς τι.

Σημασιολογία

Ἡ ἑορτὴ τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀνόδου τοῦ Χριστοῦ : Αὔριο εἶναι ἢ ἔχομε τῆς Ἀναλήψεως (ἔνν. τὴν ἑορτὴν) κοιν. Βούτυρο Ἀναλήψεως (βούτυρον παραγόμενον τὴν ἡμέραν τῆς Ἀναλήψεως καὶ φυλαττόμενον ἀνάλατον δι᾽ ὅλου τοῦ ἔτους ὡς φάρμακον δι' ἐπαλείψεις. Συνών. ἀνάλατο, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀνάλατος Β 4) Πελοπν. (Σιβ.) Τ᾽ ἁγιˬοῦ Ἀνιληψιˬοῦ (τὸ Ἀνιληψιˬοῦ ἐνομίσθη ὡς ὄνομα ἁγίου) Ἴμβρ. ǁ Παροιμ φρ. Τῆς Ἀναλήψεως, κουμπάρε, νἀ φάμε τὴ γαϊδούρα (ἐπὶ τοῦ ἀναβάλλοντος ἐπὶ μακρὸν τὴν πρὸς φίλους δεξίωσιν) Ζάκ ǁ ᾎσμ. Ἀπ᾽ τὸ Μεγάλο Σάββατο ὥς τ’ ᾿Αναληψιˬοῦ τὴ μέρα ἐννεˬὰ χιλιάδες πέθαναν κοράσιˬα γιὰ δασκάλα ΑΟἰκονομίδ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Ἡ λ. καὶ ὡς δηλωτικὴ ὀνόματος ναοῦ κοιν. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀνάληψι Ἤπ. Θεσσ. (Λαρίσ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γεωργ. Λακων.) Ἀνάληψ’ Στερελλ. (Τριχων.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/