γεματάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεματάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεματάρης ἐπίθ. ἀμάρτ. Θηλ. γιˬοματάρα Πελοπν. (Ἀρεόπ. Γέρμ. Κίτ. Οἴτυλ.) Οὐδ. γεματάρι Ἴος Σίκιν.-Εἰκονογρ. Ἑλλάδ. 3, 162 Γ.Χατζιδ., Γλωσσ. Μελέτ., 219 γιˬοματάρι σύνηθ. γιˬουματάρ’ βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γεμᾶτος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρης, δι’ ἣν ἰδ. -άρις.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἔχων τι εἰς πλησμονὴν Πελοπν. (Ἀρεόπ. Γέρμ. Κίτ. Οἴτυλ.): Γιˬοματάρες εἶναι οἱ ἐλιˬὲς (τὰ ἐλαιόδενδρα εἶναι πλήρη καρποῦ) Γέρμ. 2) Τὸ πλῆρες ἀνέμου ἀνοικτὸν ἱστίον τοῦ μύλου Ἴος Σίκιν.: Τά ’χω γεματάριˬα τὰ παννιˬά, ὅταν δὲ φυσᾷ πολὺ Σίκιν. Γεματάριˬα παννιˬὰ Ἴος. 3) Τὸ οὐδ. καὶ ὡς οὐσ. α) Τὸ πλῆρες οἴνου βαρέλιον πολλαχ.: Θέλου ’ὰμ-μοῦ βάλῃς κρασὶ ’πὸ τὸ γιˬοματάρι Εὔβ. (Κουρ.) Ἄνοιξα τὸ γιˬοματάρι Μέγαρ. Πιˬάσε μας ἀπὸ τὸ γιˬοματάρι Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἔπιˬασα κρασὶ ἀπ’ τοῦ γιˬουματάρ’ σήμιρα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τὰ βαγένιˬα, κατακάθαρα πιˬά, περιμένουν ’ς τὸ βαγεναρε͜ιὸ τὸν καινούριˬο μοῦστο. Ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ τὰ λένε γιˬοματάριˬα Δ.Λουκόπ., Γεωργ. Ρούμελ., 329. «Ἀφοῦ στειρεύσῃ τὸ ἓν βαρέλιον, ἀνοίγεται ἄλλο γιοματάρι» Δ.Λουκόπ., Αἰτωλ. οἰκήσ., 83. β) Συνεκδ., ὁ ἐκ νεωστὶ ἀνοιχθέντος βαρελίου λαμβανόμενος οἶνος σύνηθ.: Τώρα ἄνοιξε τὸ βαρέλι κ’ ἔχει ἕνα γιˬοματάρι ποὺ τραυε͜ιέται μιˬὰ χαρά. Πᾶμε ’ς τὴν ταβέρνα τῆς γειτονιˬᾶς· ἔχει ἕνα καλὸ γιˬοματάρι. Χθὲς τό βράδυ ἤπιˬαμε ἕνα γιˬοματάρι σύνηθ. Ἀκόμα εἶναι γιˬοματάρι, γιˬ αὐτὸ δὲν τό ’χει πιˬάσει τὸ ρετσίνι Πελοπν. (Ἑρμιόν.) Πήγαιν’ ἕνα bοτσί’ γιˬοματάρ’ (bοτσί’=δοχεῖον οἴνου) Λευκ. ‖ ᾎσμ. Τὸ κρασὶ τὸ γιˬοματάρι | κάμνει γέρο παλ-ληκάρι Εὔβ. (Κουρ.)-Ποίημ. Καταραμένε κάπελα καὶ κλέφτη ταβερνιˬάρη, τί τὸ νερώνεις τὸ κρασὶ καὶ πίνω ἀπ’ τὸ ξανθὸ καὶ πίνω κιˬ ἀπ’ τὸ κόκκινο κιˬ ἀπὸ τὸ γιˬοματάρι κιˬ ἀπὸ τὸ σῶσμα τὸ τραχύ, πίνω καὶ δὲ μεθῶ; Ι.Πολέμ., Παλ. βιολ., 74. Ἀντίθ. καμούσι, σῶσμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA