ἀφτάρμιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφτάρμιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφτάρμιστος ἐπίθ. Κάρπ. Κρήτ. Κύθν. Τῆν. Χίος ἀφκιˬάρμιστος Κρήτ. ἀθιˬάρμιστος Κρήτ. ἀθάρμιστος Λέσβ. (Πλομάρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. α- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φταρμιστὸς < φταρμίζω.

Σημασιολογία

Ἀνεπηρέαστος ἀπὸ τῆς Βασκανίας, ἀβάσκαντος ἔνθ’ ἀν.: Ἀφτάρμιστος νά ’σαι! (νὰ μὴ βασκαθῇς!) Χίος || Φρ. μετὰ τῆς προθέσεως εἰς: Αὐτὸς εἶναι ’ς τ’ ἀφτάρμιστά του (ποῦ νὰ μὴ βασκαθῇ!) Κρήτ. Παλληκάρι ‘ς τ’ ἀφτάρμιστά του (ἐξαίρετος νέος) αὐτόθ. Κόρη’ς τ’ ἀφτάμιστά της (ὡραιοτάτη) Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/