γεματάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεματάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεματάρω ἀμάρτ. γιˬοματάρω Κρήτ.-Α.Κριάρ., Κρητ. ᾄσμ2, 311 γιˬοματσάρω Κρήτ. (Κίσ. Σέλιν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ γεματίζω διὰ μετασχηματισμὸν πρός τινα ἄλλα εἰς -άρω, οἷον κολατσίζω- κολατσάρω. Ἰδ. Γ.Χατζιδ., Ἀκαδ. Ἀναγν. 3, 122 Ἐπετ. Φιλοσ. Σχολ. Πανεπ. Θεσσαλον. 1 (1927), 30.
Σημασιολογία
1) Τρώγω τὸ μεσημβρινὸν φαγητόν, γευματίζω Κρήτ. (Κίσ. Σέλιν.): ᾎσμ. Ὁ δάσκαλος τὸ σκόλασε, νὰ πά’ νὰ γιˬοματσάρῃ. Συνών. γεματίζω 1. 2) Τρώγω τὸ ἀπογευματινὸν φαγητὸν Α.Κριάρ., ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Καθίζουνε γιˬὰ νὰ γευτοῦν καὶ γιˬὰ νὰ γιοματάρουν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA