βουλιθίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουλιθίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουλιθίζω Πελοπν. (Κορινθ. Φεν.) βουλιθίζου Εὔβ. Αὐλωνάρ.) βουλ-λιθ-θίζου Εὔβ. (Ἀνδρων. Κουρ.) βου’-θίζου Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βουλιθιˬά.

Σημασιολογία

1) Ἐπαλείφω τι διὰ διαλύματος βοείας κόπρου ἔνθ' ἀν. : Βουλιθίζω τ᾽ ἁλώνι Φεν. Συνών. βουλιθιˬώνω. 2) Ἐπαλείφω διὰ πηλοῦ Πελοπν. (Κορινθ.) : Βουλιθίζω μὲ χοῦμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/