ἄφταστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄφταστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄφταστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄφταστους βόρ. ἰδιωμ. ἀνέφταστος Ἤπ. ἀνέφταστους Ἤπ. Θεσσ. ἀνήφταστος Κύπρ. ἄφταχτος πολλαχ. ἄφτακτος Τῆν. ἄφταγος Θρᾷκ. (Σηλυβρ.) ἄφταχος Κρήτ. Ρόδ. ἄχταφος Κρήτ. ἀνέφταγος Πελοπν. (Γορτυν.) ἀνέφτακος Ἀδὰμ Ἀπὸ τὸ χωρ. 5.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἄφταστος. Διὰ τοὺς τύπ. ἀνέφταστος, ἀνήφταστος ἰδ. ἀ- στερητ. 1δ. Τὸ ἀνέφτακος ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἄφτακος, ὅπερ διὰ τὸ ἔφτακα ἀὀρ. τοῦ φτάνω.

Σημασιολογία

Α) Παθ. 1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δὺναταὶ τις νὰ φθάσῃ, ταχύπους Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Τραπ): Εἶναι ἄφταστος ’ς τὸ δρόμο Μάν. β) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ φθάση ἕνεκα τῆς εἰς ὕψος συνήθως ἀποστάσεως πολλαχ.: Ἐκεῖ ποῦ τὸ ’βαλες εἶναι ἄφταστο. Ἄφταστες φωλεˬὲς πολλαχ. Ἄστρο ἄφταστο Κπαλαμ. Ὕμν. Ἀθην.2 88. Ἄφταστες ἀπ᾽ ἀνθρώπους κιˬ ἀπὸ κατσίκιˬα τράνευαν οἱ κάππαρες ᾿ς τὴ ράχι τοῦ βουνοῦ Λεξ. Δημητρ. || Παροιμ. Ἄφταστα ἦταν τὰ σταφύλιˬα κιˬ ἄγουρα τὰ λέει ἡ ἀλεποῦ Λεξ. Δημητρ. γ) Ὁ μήπω συλλεχθείς, ἐπὶ καρπῶν δρεπομένων διὰ τῆς χειρὸς ἐκ τῶν δένδρων Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.): Ἔχω τὰ σῦκα ἄφταστα. δ) Ὁ δραστήριος ἐν τῇ ἐκτελέσει ἔργου Πόντ. (Τραπ.) – Λεξ. Περίδ. Συνών. ἀσύφταστος Α2Β. ε) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, ἀπρόσιτος Μακεδ. (Βλάστ.) κ. ἀ. - ΓΞενοπ. Ἀναδυομέν. 191: Αὐτά ὅμως ἦταν ἀκόμα πεˬὸ βαθεˬὰ ’ς τὸν γκρεμνό, ἀκόμα πεˬὸ ἄφταστα ΓΞενόπ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ λίαν ἀποτελεσματικός, ἐπὶ φαρμάκου κττ. σύνηθ.: Ἄφταστο γιˬατρικὸ σύνηθ. Ἄφτακτο πρᾶμα Τῆν. Τὸ διˬάβασμαν τοῦ παππᾶ ‘ς τὲς ἀρρώστιˬες ἔνι ἄφταστον Κύπρ. 3) Ἀνυπέρβλητος, ἀπαράμιλλος πολλαχ.: Γυναῖκα ἄφταστη ᾿ς τὸ νοικοκυρε͜ιὸ Πελοπν. (Μάν.) || Ποίημ. ’Σ τὰ κοῦρσα πρωτομάστορας καὶ 'ς τοὶς χωςὲς τεχνίτης καὶ καστρομάχος ἄφταστος καὶ δράκως τῶν πολέμων ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 120. Β) ᾿Ενεργ. 1) Ἐκεῖνος ποῦ δὲν ἔφθασε σύνηθ.: Εἶν᾿ ἄφταστος ἀκόμη. Τὸ βαπώρι εἴν' ἄφταστο ἀκόμη. Ἄφταστο γράμμα. B) Ἐκεῖνος ποῦ εἶθε νὰ μὴ φθάσῃ, εἰς ἀρὰς Ἤπ. Θεσσ. Πόντ. (Κερασ.) Ρόδ.- Ἀδὰμ ἔνθ’ ἀν.: Ἄφταστος νὰ εἶσαι! Κερασ. Ποῦ νὰ μὴ φτάσῃ ὁ ἄφταστος! Ρὸδ. Ποῦ ’ν’ dου τ᾽ ἀνέφταστου; Θεσσ. Βρὲ ἀνέφτακα, τὰ λέω ποῦ μὲ κάνετε νὰ πλαντάζω ἀπὸ τὸ κακό μου, πο͜ιὸς ἔφαγε τὸ κρέας; Ἀδὰμ ἔνθ’ ἀν. 2) Ἐπὶ καρπῶν, ὁ μὴ ὡριμάσας, ἄωρος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἄφταστα καρύδιˬα - μῆλα – σῦκα κττ. Συνών. ἀγένητος 3, ἄγινος 2, ἀγίνωτος 3) ἄγουρος Α2 ἀκάμωτος 2, ἄψητος, ἀντίθ. Γινωμένος (ἰδ. γίνομαι), καμωμένος (ἰδ. κάνω), φταστός, ψημένος (ἰδ. ψήνω), ὥριμος. β) Ὁ μὴ ἀποκτήσας σκληρὸν κέλυφος, ἐπὶ ᾠοῦ προώρως γεννηθέντος Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Τρίκκ.) κ.ἀ.: Ἄφταστο ἀβγό. Ὁ μὴ φθάσας εἰς τὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν Πελοπν. (Τρίκκ.) Σάμ.: Ἄφταστο παιδὶ Τρίκκ. Ἄφταστου κουρίτσ’ Σάμ. δ) Ὁ μὴ ζυμωθεὶς καλὰ ὥστε νὰ φουσκώσῃ ψηνόμενος Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ): Ἄφταστη πίττα. 3) Μεταφ. Ὁ μὴ ὥριμος τὸν νοῦν, ἄκριτος, ἀστόχαστος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κύθν. Μακεδ : Παροιμ. Ἄφταγος ὁ νοῦς, διπλὸς ὁ κόπος. Συνών. ἄβολος Β2, ἀσκόπευτος 2, ἄσκοπος 1. Γ) Οὐσ. 1) Ὁ τόπος εἰς τὸν ὁποῖον δὲν κατορθώνει νὰ φθάσῃ τις Θήρ. Κρήτ. Ρόδ. κ.ἀ.: Νὰ πάς ’ς τὸν ἄφταστο! (ἀρὰ) Θήρ. || Φρ. Ἄφταχα τσῆ γῆς (τὰ καταχθόνια, τὰ τάρταρα) Κρήτ. Ρόδ. Συνών. ἀσύφταστος Β1. 2) Οὐδ. ἄφταστο, ἔντομον τι δηλητηριῶδες προξενοῦν ταχὺν θάνατον (δηλ. ἔντομον τοῦ ὁποῖου τὸ δῆγμα δὲν προφθάνει τις νὰ θεραπεύσῃ) Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/