γεματουλούτσικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεματουλούτσικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεματουλούτσικος ἐπίθ. ἀμάρτ. ’εματουούτσικος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γεματουλὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούτσικος.
Σημασιολογία
Γεματουλὸς 2, ὃ ἰδ.: ᾽Εμένα ’ν’ ὁ κάματός μου ’εματουούτσικος πάdα, μὰ εἶν’ ἀλήθε͜ια στρωτὸς (κάματος=τὸ μάλλινον νῆμα). ᾽Εματουούτσικό ’ναι, κάνει καὶ ’ιˬὰ παρτὸ (εἶναι μᾶλλον χονδρὸν τὸ ὕφασμα, ὥστε δύναται νὰ χρησιμοποιηθῇ καὶ διὰ τὴν κατασκευὴν παλτοῦ). Συνών. γεματουλὸς 2, χοντρούτσικος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA