βουλλοκέρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουλλοκέρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουλλοκέρι τό, βουλλοκέριν Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) βουλουκέριν Λυκ. (Λιβύσσ.) βουλλοκέρι κοιν. βουλλοκέρ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) βουλλουκέρ’ Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) κ.ἀ. β’λλουκέρ᾽ βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βούλλα καὶ κερί.
Σημασιολογία
Ὕλη χρησιμεύουσα πρὸς σφράγισιν, ὁ λεγόμενος Ἱσπανικὸς κηρός. Συνών. βούλλα 5, βουλλωμοκέρι, βουλλωτήρι 1γ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA