γεμεκλίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεμεκλίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεμεκλίκι τό, Ἰων. (Βουρλ.) Κρήτ.-Γ.Βλαχογιάνν., Ἀρχ. 2, 225 Μακρυγ., Ἀπομν. 2, 147 Ε.Μπόγκ., Τουρκ. λέξ., 19 Ἐφημ. Ἐλεύθερ. Λόγ. 29/3/1925, ἀριθμ. 631-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. γεμεκλίκιν Λυκ. (Λιβύσσ.) γιμικλί’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. Λέσβ. Σάμ. (Μαραθόκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yemeklik=σιτηρέσιον.
Σημασιολογία
1)Σιτηρέσιον, τὰ πρὸς διατροφὴν ἀναγκαῖα διὰ μίαν ἡμέραν Ἤπ. (Ζαγόρ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Γ.Βλαχογιάνν., ἔνθ’ ἀν. Μακρυγ., ἔνθ’ ἀν. Ε.Μπόγκ., ἔνθ’ ἀν. ᾽Εφημ. ᾽Ελεύθερ. Λόγ., ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ.: Τ’ δίνου δέκα δραχμὲς τ’ν ἡμέρα κὶ τοὺ γιμικλί’ Ζαγόρ. Ὄχι, δὲ θὰ παίρνουν ἄλλοι τοὺς λουφέδες καὶ τὰ γεμεκλίκιˬα (λουφέδες=μισθοὺς) Ἐφημ. Ἐλεύθερ. Λόγ., ἔνθ’ ἀν.: «Τὰ γεμεκλίκια πρέπει ἀποφασιστικῶς νὰ δοθοῦν καὶ εἶτα θέλει βαλθῆ τάξις» Γ.Βλαχογιάνν., ἔνθ’ ἀν. 2) Τὰ πρὸς διατροφὴν ἀναγκαῖα τρόφιμα διὰ τοὺς χωρικούς, ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῆς παραγωγῆς μέχρι τῆς νέας ἐσοδείας Ἰων. (Βουρλ.) Θρᾴκ. Κρήτ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Σάμ. (Μαραθόκ.): Ἔ’ τοὺ γιμικλί’ τ᾿ (ἔχει νὰ τραφῆ μέχρι τῆς νέας ἐσοδείας) Θρᾴκ. Τὸ σ’τάρι δὲ bέτυχεν ὀφέτος, bορεῖ νὰ κάμωμε τὸ γεμεκλίκι μας Κρήτ. Ὀφέτος ἔβγαλα μόνο τὸ γεμεκλίκι μου αὐτόθ. 3) Σταθμὸς ἔνθα ἐγευμάτιζον οἱ ὁδοιπόροι Ε.Μπόγκ., ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Βυζ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA