βούλλωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βούλλωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βούλλωμα τό, κοιν. βούλλουμα βόρ. ἰδιώμ. βούλλωμαν Πόντ. (Τραπ.) βούλ-λωμαν Κύπρ. βούλ-λdωμαν Ρόδ. βόλλωμα Κύθηρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βουλλώνω. Ἡ λ. καὶ μεσν.

Σημασιολογία

1)Ἐπίθεσις σφραγῖδος, σφράγισμα κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) 2) Ἐπίφραξις, κλείσιμον κοιν. : Τὸ βούλλωμα τῆς ἐπιστολῆς - τῆς μπουκάλας - τῆς τρύπας κττ. β) Ἔμφραξις κοιν. : Βούλλωμα δοντιˬοῦ. γ) Τὸ δι᾽ οὗ ἐπιφράττομεν ἢ ἐμφράττομεν στόμιον, ἄνοιγμα, ὀπὴν κττ. κοιν. : Ἦταν μικρὸ τὸ βούλλωμα τῆς μποττίλιˬας κ᾽ ἔπεσε μέσα. Ἔπεσε τὸ βούλλωμα τοῦ δοντιˬοῦ, γιˬατὶ δὲν ἔγινε καλὰ τὸ σφράγισμα. δ) Σκέπασμα, κάλυμμα Κεφαλλ. : Τὸ βούλλωμα τῆς κάσσας. ε) Συνεκδ. ἄνθρωπος μικροῦ ἀναστήματος Νάξ. (Φιλότ.) 3) Τὸ τελευταῖον τέκνον, τὸ στερνοπαίδι Σίφν. 4) Πληθ., τὸ περὶ τοὺς δακτύλους μέρος τοῦ περιποδίου, ἀπόπου ἀρχίζει νὰ κλείεται τοῦτο κατὰ τὸ πλέξιμον Ἄνδρ. Κύθν. 5) Ἡ διὰ σιδήρου πυρακτωμένου ἢ κοπῆς ἢ ἄλλως πως ἀποτύπωσις σημείου τινὸς εἰς τὴν κεφαλὴν ἢ ἄλλο μέρος τοῦ σώματος ζῴου πρὸς διάκρισιν ἀπὸ ἄλλα Κύπρ. κ. ἀ. Συνών. βούλλα 2ς β) Ὑπὸ τὸν τύπ. βούλλωμα καλικαντζάρων, τὸ κατὰ τὰ λεγόμενα δωδεκάημερα (περίοδον τῶν καλικάντζαρων) τυχαίως γινόμενον ἔγκαυμα εἰς μέρος τι τοῦ σώματος τὸ ὁποῖον θεωρεῖται δυσθεράπευτον Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 6) Ἡ διὰ χάλυβος ἐπένδυσις σιδηροῦ ἐργαλείου, στόμωμα Κύθηρ. Στερελλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/