γέμελλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γέμελλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γέμελλος ἐπίθ. Ἄνδρ. Ἀντίπαρ. Θήρ. ᾿Ιων. (Μπουρνόβ. Σμύρν.) Κύθηρ. Μύκ. Πάρ. Σέριφ. Σίφν. Σῦρ. Χίος-Λεξ. Βάιγ. Βλαστ. 393 Μ.Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. γέμιλλους Σάμ. Τῆν. μέγελλος Σίφν. γιˬόμελλος Χίος (Βροντ. Νένητ.) δυˬόμ’λλους Κυδων. διˬάμελλος Σκῦρ. ’έμεος Νάξ. (Κωμιακ.) δίμελ-λος Ρόδ. ’ίμελλος Ἄνδρ. Νάξ. (Γαλανᾶδ. Δαμαρ. Κορων. Φιλότ. κ.ἀ.) ’ίμεος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) δεμέλ-λης Ρόδ. Τῆλ. γιμέλ-λdης Ρόδ. διμέλ-λdης Ρόδ. Θηλ. ’έμελλη Νάξ. (Κωμιακ.) γεμέλ-λα Θήρ. Μύκ. γεμέλ-λα Κῶς γιμέλ-λα Κάρπ. Κῶς διμέλ-λα Σύμ. διˬαμέλλα Σκῦρ. Οὐδ. δέμελλο Χίος (᾿Εγρηγόρ.) μέγελλο Σίφν. Φολέγ. γίμελ-λο Ἡράκλ. γίμελ-το Ἀστυπ. γιˬόμελο ᾿Ιων. (Ἀλάτσατ.) δίμιλλο ᾿Ιων. (Σμύρν.) δυˬόμελλο ᾿Ιων. (Βουρλ.) δυˬόμ’λλου Λέσβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Ἰταλ. gemello=δίδυμος. Ὁ τὺπ. γιˬόμελλος καὶ παρὰ Δουκ. Παρὰ Σομ. τὸ οὐδ. γιˬόμελλον.
Σημασιολογία
1)Δίδυμος, ἐπὶ ἀνθρώπων, θρεμμάτων καὶ καρπῶν ἔνθ’ ἀν.: Εἶναι γέμελλος Σῦρ. Τ’ς βλέπ’ς ἰφτὲς τ’ς δυˬό; εἶι γέμιις Τῆν. Ἦταν γέμιλλους, γιˬ’ αὐτὸ δὲ bῆρι τ’ ἀπάνου τ’ αὐτόθ. ᾿Εγέννησὲνε ἡ Μαριγὼ κ’ ἤκαμε ’ίμελλα Δαμαρ. Πόσο μο͜ιάζουνε! θαρρεῖς πὼς εἶναι γέμελλα Σμύρν. Ἴδιˬα σουσσούμιˬα ἔχετε τὰ δυˬὸ ἀδρέφιˬα, σὰ γέμελλα αὐτόθ. Ἡ Μαρία καὶ ἡ Ἀντελίκα εἶναι γ-γιμέλ-λες Κῶς. Ἔχει δυˬὸ θυατέρες μόνου κ’ εἶναι ’ίμελλες Ἀπύρανθ. Ἤκαμε g’ ἐμένα ἡ μάννα μου ’ίμεα, μὰ πεθάνασι μονομιˬᾶς αὐτόθ. Εἶδες οἱ ’ίμελλοι πῶς μο͜ιάζουνε! δὲν ξέρεις πο͜ιός εἶν’ ὁ ἕνας καὶ πο͜ιὸς εἶν’ ὁ ἄος αὐτόθ. Ποὰ ’ίμεα δαμάσκηνα κάνει ἡ δαμασκηνιˬὰ αὐτόθ. || Γνωμ. Γεμέλλου κόρην ἔπαιρνε, γεμέλλου γιˬὸ μὴν πάρῃς (διότι ὁ υἱὸς τοῦ διδὺμου θὰ γεννήσῃ δίδυμα) Χίος. Διˬαμέλλου κόρην ἔπαρε, διˬαμέλλου γιˬὸ μὴν πάρῃς (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Σκῦρ. || ᾌσμ. Ἔα, πού ’μαι μοναχιˬά μου, | μόνου μὲ τὰ ’ίμεά μου Ἀπὺρανθ. Τ’ ἀμύγδαλό ’ναι γέμελλο, | ἀγάπα με τὸ ρέbελλο Θήρ. Συνών. γεμελλωτός 1, γεμέλλι 1β. 2) Τὸ θηλ., ἡ τίκτουσα δίδυμα Κάρπ. Κῶς Μύκ. Σκῦρ.: Βάρ’ της τῆς γιμέλ-λας νὰ φάῃ, γιˬὰ νὰ κατεβάσῃ γάλας, νὰ βυζ-ζάσῃ dὰ γιμελ-λάτιˬα της Κῶς || Γνωμ. Γεμέλλας κόρη ἔπαρε, γεμέλλας γιˬὸ μὴ bάρῃς (διότι ἡ διδυμοτοκία κληρονομεῖται μόνον εἰς τοὺς υἱοὺς) Μύκ. Γιμέλλας κόρην ἔπαρε τσ’ ἐgόνη μὴν ἐπάρῃς (διότι ἡ ἰδιότης τῆς διδυμοτόκου δὲν διατηρεῖται καὶ εἰς τὴν ἐγγονήν, ἡ ὁποία, καθὼς πιστεύουν, εἶναι συνήθως στεῖρα) Κάρπ. Συνών. γεμελλοῦσα, διπλάρα. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Δίμελλος Σύμ. Ἴμελλος Νάξ. (Φιλότ.), ὡς παρων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γέμελλος Μῆλ. Διμέλλης Ἀντίπαξ. Παξ. Ἴμεος Νάξ. (Ἀπὺρανθ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γιˬόμελλος Χίος (Βροντ.) Γεμέλλης Ἰκαρ. Διμέλ-λα Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA