βουλλωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουλλωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βουλλωτὸς ἐπίθ. Ἀθῆν. Εὒβ. (Κονίστρ.) Νάξ.(Ἀπύρανθ. Χαλκ.) Πελοπν. (Μεσσ.) Πόντ. (Τραπ.) Χηλ. κ. ἀ. -Λεξ. Δημητρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. βουλλωτός.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ φέρων σφραγῖδα ὡς γνώρισμα διακριτικὸν τῆς γνησιότητός του Λεξ. Δημητρ. : Βουλλωτὸ ἀσήμι-κερί. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Byzant. Zeitschr. 1,514 «βλαττίον βουλλωτὸν» ἐκ χειρογράφου Πάτμου τοῦ 1201. 2) Ὁ φέρων σφραγιδόλιθον, ἐπὶ δακτυλίου Χηλ. : Αἴνιγμ. Δαχτυλίδι βουλλωτό, | βουλλωτό, καμαρωτό, βρέχεται, χιονίζεται, | πάλι δαχτυλίδ’ ἔναι (ἡ οἰκία). 3) Κεκαλυμμένος, σφραγισμένος Πόντ. (Τραπ.) : Βουλλωτὸν κοχλίδ’. β) Κλειστὸς Νάξ. (’Απύρανθ. Χαλκ.) : Φρ. Μὲ βουλλωτὰ μάθιˬα ἢ ἁπλῶς βουλλωτὰ μάθιˬα (χωρὶς σκέψιν, χωρὶς ὑπολογισμούς, χωρὶς συζήτησιν κττ., οἶον : μέ βουλλωτὰ μάθιˬα ἀγοράζω Ἀπύρανθ. βουλλωτὰ μάτιˬα κάνει ὅ,τι κιˬ ἂν τοῦ πῇς Χαλκ.) 4) Ὁ φέρων ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας του κοιλότητας, ἐσοχὰς Πελοπν. (Μεσσ.) κ. ἀ. -Λεξ. Δημητρ. : Μπατανία βουλλωτὴ (τεχνικὸς ὅρ.) Μεσσ. Λαμπάδες βουλλωτὲς Λεξ. Δημητρ. Β) Οὐδ. βουλλωτὸ οὐσ. 1) Τὸ φαγητὸν στιφάδο (διότι κατὰ τὸν βρασμόν του βουλλώνεται, δηλ. χρίεται μὲ ζύμην γῦρο γῦρο τὸ σκέπασμα τοῦ δοχείου διὰ νὰ μὴ γίνη ἐξάτμισις) Εὔβ. (Κονίστρ.) 2) Ὕφασμα σχηματίζον βούλλας, δηλ. σχήματα στρογγυλὰ ἢ τετράγωνα κοῖλα Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA