γεμιστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεμιστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεμιστὴς ὁ, λόγ. ἐνιαχ. γιˬομιτζῆς Πελοπν. (Ἀναβρ.) Θηλ. γεμίστρα Ἄνδρ. γιˬομίστρα Κέρκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεμίζω.

Σημασιολογία

Ὁ γεμίζων, ὁ πληρῶν τι, κυρίως ἐν τῷ στρατῷ, ὁ ὁπλίτης ὁ ἐκτελῶν τὸ γέμισμα τῶν μὴ φορητῶν πυροβόλων ὅπλων λόγ. ἐνιαχ.: Εἶναι γιˬομιτζῆς ’ς τὰ φουρνέλα Ἀναβρ. Καὶ τί, γεμιστὴ μὲ πῆρες ἐμένα, νὰ σοῦ γεμίζω τὰ κουτιˬά; Ἀθῆν. -Τί εἰδικότητα εἶχες ’ς τὸ στρατό; -Ἤμουνα γεμιστὴς αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/