ἅφτισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅφτισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἅφτισμα τό, Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἄφτισμαν Πόντ. (Σάντ. κ.ἀ.) ἄφτιμα Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἅφτω, παρ’ ὃ καὶ ἁφτίνω.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ ἀνάψῃ τις κἄτι ἔνθ’ ἀν.: Ἅφτισμα θέλει ἠ φωθιˬά, κρυάδα ’ναι Ἀπύρανθ. Συνών ἄναμμα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA