γεμιστσήδικο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεμιστσήδικο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεμιστσήδικο τό, Π.Παπαχριστοδ., Χαμέν. κόσμ., 38 γεμιστήδικο Προπ. (Πάνορμ.) γεμιτσήδικο Κωνπλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεμιστσῆς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικο διὰ τοῦ θέματος τοῦ πληθ. γεμιστσῆδες.
Σημασιολογία
Κατάστημα πωλήσεως ξηρῶν καρπῶν ἢ ὀπωρῶν ἔνθ’ ἀν.: Τὰ μαγαζιˬὰ δεξιˬὰ ζερβὰ φεγγοβολοῦσαν, παραμονὴ μέρα. Τὰ ξακουστὰ γεμιστσήδικα τῆς Ἀντριˬανοῦς παραφορτωμένα. Τὰ μῆλα, τὰ πορτοκάλιˬα τῆς Γιˬάφας, τὰ κρεμαστὰ σταφύλιˬα Π.Παπαχριστοδ., ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA